
Μια ερευνητική ομάδα στην Κύπρο φέρνει την επιστημονική κοινότητα ένα βήμα πιο κοντά σε μια πιθανή γονιδιακή θεραπεία για το σύνδρομο Charcot-Marie-Tooth.
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν διαφορετική. Ως παιδί, το να τρέχω, να παίζω και να βαδίζω μαζί με τους φίλους μου ήταν μια πρόκληση. Ένιωθα ότι ήμουν πολύ αργή και σκόνταφτα πολύ. Όταν έκανα αθλήματα έπρεπε να δένω σφιχτά τους αστραγάλους μου για να μην στρίβουν, ενώ είχα τρομερές κράμπες στα πόδια και τα πόδια μου. «Είναι πόνοι της ανάπτυξης», μου έλεγαν οι γιατροί. «Όλα είναι μόνο μέσα κεφάλι σου», επέμεναν. Αν και ο πόνος ήταν αφόρητος, κανείς δεν φαινόταν να με πιστεύει. Έλεγα σε όλους ότι ήμουν απλώς αδέξια.
Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι, άρχισα να δυσκολεύομαι να κρατήσω πράγματα στα χέρια μου, στα οποία ένιωθα φρικτό πόνο. Στην αρχή, οι γιατροί μού είπαν ότι είχα σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα με πιθανή νευρική βλάβη και ότι θα χρειαζόταν να δω έναν ειδικό. Ο ειδικός ζήτησε περισσότερες εξετάσεις και την επόμενη μέρα από τα 29α γενέθλιά μου, ο νευρολόγος μου με ενημέρωσε ότι έχω σύνδρομο Charcot-Marie-Tooth τύπου 1X και ότι ήταν προοδευτική και ανίατη πάθηση...»
Αυτή είναι μια από τις ιστορίες ασθενών που ζουν με τη συγκεκριμένη σπάνια νόσο, και που πολλές φορές δεν μιλούν για αυτή από φόβο μήπως ντροπιαστούν επειδή είναι διαφορετικοί.
«Η CMT1X είναι μια σπάνια, κληρονομική πάθηση που επηρεάζει τα περιφερικά νεύρα, προκαλώντας προοδευτική παραμόρφωση των ποδιών, απώλεια λειτουργίας μυών στα άκρα, μούδιασμα και δυσκολία ισορροπίας. Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν για τη CMT, αλλά οι εξουθενωτικές της επιπτώσεις επηρεάζουν τα άτομα που πάσχουν κάθε λεπτό της ημέρας», εξηγεί στο Dnews η Δρ. Ειρήνη Σαργιαννίδου από το Τμήμα Νευροεπιστημών του Ινστιτούτου Νευρολογίας & Γενετικής Κύπρου.
Η CMT1X οφείλεται σε μεταλλαγές του γονιδίου GJB1, το οποίο βρίσκεται στο χρωμόσωμα Χ και επηρεάζει την ορθή λειτουργία των νευρικών κυττάρων Schwann που συντελούν στη δημιουργία της μυελίνης, δηλαδή του εξωτερικού περιβλήματος των νευρικών ινών. Αυτό το γονίδιο κωδικοποιεί την πρωτεΐνη κοννεξίνη 32 (Cx32), η οποία σχηματίζει συνδέσεις (gap junctions) στα κύτταρα Schwann και στα ολιγοδενδροκύτταρα, τα οποία είναι σημαντικά για την προστατευτική θήκη (μυελίνη) που καλύπτει τα νεύρα. Οι μεταλλαγές προκαλούν δυσλειτουργικές συνδέσεις ή την πλήρη έλλειψή τους, διαταράσσοντας την ομοιόσταση των νευρώνων με αποτέλεσμα νευρική βλάβη.
Η CMT1X κληρονομείται με φυλοσύνδετο τρόπο. Η φυλοσύνδετη κληρονομικότητα (ή αλλιώς Χ-συνδεδεμένη κληρονομικότητα) αναφέρεται σε γνωρίσματα που κληρονομούνται μέσω του Χ χρωμοσώματος των θηλυκών είτε των αρσενικών ατόμων. Τα γονίδια που ελέγχουν τα συγκεκριμένα γνωρίσματα λέγονται φυλοσύνδετα και βρίσκονται στο φυλετικό χρωμόσωμα "Χ".
Στη CMT1X τα προσβεβλημένα αρσενικά μεταδίδουν την παθογόνο μεταλλαγή GJB1 σε όλες τις κόρες τους και σε κανέναν από τους γιους τους. Οι γυναίκες με την παθογόνο μεταλλαγή GJB1 έχουν 50% πιθανότητα να την μεταδώσουν σε κάθε παιδί. Τα αρσενικά που κληρονομούν την παθογόνο παραλλαγή θα προσβληθούν. Τα θηλυκά που κληρονομούν την παθογόνο παραλλαγή θα είναι ετερόζυγα και μπορεί να έχουν ήπιες έως καθόλου εκδηλώσεις ή πιο συχνά, ήπιες έως μέτριες εκδηλώσεις που μπορεί να εξελιχθούν. Μόλις εντοπιστεί η παθογόνος παραλλαγή GJB1 σε ένα προσβεβλημένο μέλος της οικογένειας είναι δυνατές οι μοριακές γενετικές εξετάσεις γυναικών συγγενών που διατρέχουν κίνδυνο για τον προσδιορισμό της γενετικής τους κατάστασης, ο προγεννητικός έλεγχος για εγκυμοσύνη αυξημένου κινδύνου και ο προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος.
Πιο κοντά σε γονιδιακή θεραπεία
Η κυπριακή ομάδα με επικεφαλής τον Μέντορα και Διευθυντή του Τμήματος Καθηγητή Κλεόπα Κλεόπα, έφεραν την επιστημονική κοινότητα ένα βήμα πιο κοντά σε μια πιθανή θεραπεία για τη νόσο CMT1X. Τα ευρήματα τους, δημοσιευμένα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, αποδεικνύουν πως η γονιδιακή θεραπεία μέσω ενός ειδικά σχεδιασμένου ακίνδυνου ιικού φορέα, μπορεί να αποκαταστήσει την έκφραση της κοννεξίνης 32 στα κύτταρα του νευρικού συστήματος που σχηματίζουν τη μυελίνη. Η θεραπεία δοκιμάστηκε μέσω ενδορραχιαίας χορήγησης σε μοντέλο ποντικού που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη νόσο στους ανθρώπους.
Στην τελευταία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό Neurotherapeutics, τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε ομάδες και έλαβαν τον θεραπευτικό φορέα σε διαφορετικές δόσεις (χαμηλή, μεσαία και υψηλή). Μετά τη χορήγηση της θεραπείας, τα ζώα παρουσίασαν σημαντική βελτίωση τόσο στην κινητικότητα όσο και στη λειτουργία των νεύρων. Συγκεκριμένα, οι μεσαίες και οι υψηλές δόσεις του φορέα συσχετίστηκαν με βελτίωση της μυϊκής δύναμης 2 και 4 μήνες μετά την θεραπεία. Επίσης η ταχύτητα αγωγιμότητας του ισχιακού νεύρου βελτιώθηκε μετά από 4 μήνες με αυτές τις δόσεις και έφτασε τα κανονικά επίπεδα. Αυτές οι βελτιώσεις συσχετίστηκαν με υψηλό επίπεδο έκφρασης της κοννεξίνης 32 που παρατηρήθηκε στα κύτταρα Schwann των ποντικών που έλαβαν αυτές τις δόσεις.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε σοβαρή αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, ακόμη και μετά από ενδελεχή αξιολόγηση της επίδρασης υψηλών δόσεων των ιικών φορέων. Έξι εβδομάδες μετά την ενδορραχιαία χορήγηση, η γονιδιακή θεραπεία δεν προκάλεσε ιστολογικές αλλοιώσεις ή επιβλαβή φλεγμονή, αλλά προκάλεσε την παραγωγή αντισωμάτων κατά του ιικού φορέα.
Παρόλο που η μέθοδος βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο, τα αποτελέσματα προσφέρουν ισχυρές ενδείξεις ότι αυτή η γονιδιακή θεραπεία μπορεί να εξελιχθεί περαιτέρω και να οδηγήσει σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.
Για αυτό τον λόγο το φετινό «Κυπριακό Βραβείο Έρευνας – Εμπορική Αξιοποίηση Ερευνητικών Αποτελεσμάτων» απονεμήθηκε στη Δρα Ειρήνη Σαργιαννίδου και την ομάδα του Τμήματος Νευροεπιστημών του Ινστιτούτου Νευρολογίας & Γενετικής Κύπρου.
Τα αποτελέσματα της έρευνας προστατεύονται με 2 διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η ομάδα έχει επιτύχει τη σύναψη συμφωνιών αδειοδότησης για την εμπορική αξιοποίηση των ερευνητικών τους αποτελεσμάτων με δύο φαρμακευτικές εταιρείες. Η προτεινόμενη λύση που προκύπτει από τα ερευνητικά αυτά αποτελέσματα, αποτελεί μια καινοτόμο ανακάλυψη στον τομέα της ιατρικής και θα συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Η επιτυχία της αναμένεται να έχει σημαντικό οικονομικό, υγειονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για τα άτομα και τις οικογένειες που ζουν με αυτή την πάθηση — η οποία προς το παρόν δεν έχει θεραπεία — η έρευνα αυτή προσφέρει μια νέα ελπίδα για μια λύση που στοχεύει στη ρίζα του προβλήματος.
from Όλες Οι Ειδήσεις - Dnews https://ift.tt/Ul2NMZI
via IFTTT